- υφιστάμενος
- οο ιεραρχικά κατώτερος, ο υποδεέστερος από άλλον (που λέγεται προϊστάμενος) σε υπηρεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υφιστάμενος — η, ο, θηλ. και ένη, Ν αυτός που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση κατώτερη από άλλον, ανώτερό του («ήταν υφιστάμενός μου, αλλά μετά τις εκλογές έγινε προϊστάμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η μτχ. τού ρ. υφίσταμαι ως επίθ.] … Dictionary of Greek
ὑφιστάμενος — ὑφίστημι place pres part mp masc nom sg ὑφιστά̱μενος , ὑφιστάω pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
αλληλόχρεος — ον (Α ἀλληλόχρεος) ο συνδεδεμένος με αμοιβαία χρήση πράγματος 2. ο υφιστάμενος με σχέση αμοιβαίου χρέους 3. στον πληθ. αλληλόχρεοι αυτοί που χρωστούν ο ένας στον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + χρέος] … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
μουχτεσίπης — και μακτασίπης και μουχτασούπ, ὁ (Μ) 1. (ως διοικητικός τίτλος τού οθωμανικού ή άλλων ισλαμικών κρατών) αστυνομικός επιθεωρητής, αγορανόμος 2. (στη μεσαιωνική Κύπρο) υφιστάμενος τού βισκούντη, βασιλικού επιτρόπου δικαστηρίου, με αστυνομικές… … Dictionary of Greek
προπροκυλίνδομαι — Α (επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι) 1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον 2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek
υποκατέρχομαι — ΜΑ [κατέρχομαι] 1. ύποκαταβαίνω* 2. είμαι υφιστάμενος, κατώτερος 3. (το ουδ. τής μτχ. β αορ. ως ουσ.) τὸ ὑποκατελθόν (για ούρα) εναιώρημα … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek